< γύψινος
γυψισμός >
γυψίον
,
-ου, τό
yeso
,
SB
9309.6 (III d.C.),
Stud.Pal
.10.259.12 (VI d.C.),
POxy
.1851.3 (VI/VII d.C.) en
BL
8.250.