< γῡροδρόμος
γυρόθεν >
γυροειδής
,
-ές
1
circular
,
de forma anular
ref. al sol
PMag
.3.139.
2
adv. -ῶς
formando círculos
θάμνος ... ἐπὶ γῆς γ. ἐστρωμένος
Dsc.2.173.