< Γυπαιεύς
γῡπάριον >
γυπαλέκτωρ
,
-ορος, ὁ
otro n. de la
abubilla
κοκκούφατος καρδίαν τοῦ καὶ γυπαλέκ[τορ]ος
en una receta mágica
PMag
.2.18.