γυμνόω
A tr. en v. act. (raro en v. med.)
I c. ac. de la pers. o cosa desnudada
1 desnudar, descubrir c. ac. de pers., su cuerpo o partes de él
σῶμα(ref. un cadáver), S.Ant.410,
τὰ ὀστέα τῶν κρεῶνHdt.4.61, cf. Luc.Tim.8, I.AI 12.212,
ἐγύμνωσαν μηρὸν εἰς αἰσχύνηνLXX Iu.9.2,
μαστοὺς ... καὶ ... γαστέραςD.C.5.7,
κόλπονColluth.154,
κύ[κλα νι]φοβλήτοιο περιστείλασα χιτῶνος ἀκρα[...]ων γύμνωσενPamprepius 3.170,
μέρη τοῦ σώματοςX.Eph.1.3.2, cf. Gal.10.448, Aristaenet.1.27.28, D.C.54.14.3,
ἐσκέπασε δὲ ἡ σωφροσύνη, ὃ ἐγύμνωσεν ἡ μέθηClem.Al.Paed.2.6.51,
ἑαυτόνLuc.Par.49,
γυμνώσας αὐ[τὰ]ς παντελῶςPOxy.903.7 (IV d.C.), cf. PLips.37.18 (IV d.C.) en BL 1.207
•raro y tard. en v. med.
ἑὴν γυμνώσατο θηλήνNonn.D.35.326
•en v. pas., esp. en cont. de lucha, de partes del cuerpo que están sin proteger por el escudo ser puesto al descubierto, quedarse sin protección, desguarnecido
οὖτα Θόαντα στέρνον γυμνωθέντα παρ' ἀσπίδαIl.16.312, cf. 12.389,
ὅτεῳ στρεφθέντι μετάφρενα γυμνωθείη μαρναμένωνatacando a cualquiera que, al darse la vuelta, dejara sus espaldas sin defensa, Il.12.428,
μηρὸν γυμνωθέντα σάκευς ὑπὸ δαιδαλέοιο οὔτασ' ἐπικρατέωςhirió violentamente el muslo (de Ares) que el artístico escudo había dejado al descubierto Hes.Sc.460, cf. 334, 418,
γυμνωθὲν ... δορίA.Th.624,
εἴ πού τι χροὸς γυμνωθὲν ἴδοιενTheoc.22.188, cf. Luc.Cal.10, D.C.40.22.5
•c. ac. de cosas descubrir, de armas desenvainar
τὸ ξίφοςD.C.68.16.1, cf. Hdn.1.8.6, en v. pas.
γυμνωθὲν τὸ ξίφοςHdt.3.64
•de otras cosas, en v. pas. quedarse al descubierto
αὐτὰρ ὕπερθε τεῖχος ἐγυμνώθηal tirar Sarpedón el parapeto Il.12.399,
ἵνα μὴ ὅλον γυμνωθῇ τὸ σκέλος τοῦ σίφωνοςHero Spir.2.25, cf. Plb.10.27.10, IEphesos 1333.9 (imper.),
ἐπιφανεῖς αἱ φλέβες εἰσὶ ... γεγυμνωμέναι διὰ τὴν ἔνδειαν τῶν σκεπουσῶν αὐτὰς σαρκῶνGal.17(2).209.
2 c. ac. y gen. de n. concr. despojar, privar de
τὸν Ῥυμητάλκην ... τῶν δυνάμεωνD.C.54.34.5,
τούτους ... τῶν προσόντωνVett.Val.389.2,
(τοὺς ἐχθρούς) γυμνοῦντα καὶ τὰς οὐσίας ἀφαιρούμενον τῶν οἰκείωνHdn.7.3.1,
Ἑρμῆς τὸν Ἀσκὸν τοῦ δέρματος ἐγύμνωσενSt.Byz.s.u. Δαμασκός, en v. pas.
ἀτιμωθεὶς τῶν ὄντων γυμνούσθωCod.Iust.1.3.35.1, cf. 44.1, Iust.Nou.80 proem.,
νεφέων γυμνούμενος ἀήρel aire despejado de nubes Nonn.D.22.214,
οἴνου ... ἀμφιφορῆεςNonn.Par.Eu.Io.2.3
•abs. en perf. pas. γεγύμνωμαι estoy sin nada
γεγύμνωμαι καὶ ὕβρισμαι παρὰ πάντων συνπολιτῶνSB 4317.25 (III d.C.) en BL 7.183
•raro y tard. en v. med. dejar libre, vacío
Ἰνδῶν σχιζομένων μεσάτην γυμνώσατο χάρμηνNonn.D.22.217.
II c. ac. de la prenda o cubierta quitada
1 en v. act. quitarse
ὅκως μὴ τὸν τρίβωνα γυμνώσῃCall.Fr.191.30,
Ιουδιθ ... ἐγύμνωσεν ὃν ἐνεδεδύκει σάκκονLXX Iu.9.1.
2 en v. med. quitar, retirar
βοέην τρηχεῖαν ἐγυμνώσαντο καλύπτρηνNonn.D.5.19,
γυμνώσατο πῶμα φαρέτρηςNonn.D.15.364, 29.70.
III fig.
1 c. ac. de abstr. desvelar, sacar a la luz, dar a conocer
ἣν ἕκαστον ἔχει φύσιν ... τῷ λόγῳ γυμνώσειςPh.1.118,
τὸ ἦθος τὸ ἐμαυτοῦClem.Al.Paed.3.12.87,
τὴν γοητείαν ... γυμνώσαντεςMeth.Symp.8.14,
ὁ μὴ γυμνώσας τὸν πατρικὸν θρόνον, σαρκωθεὶς ἐκ Παρθένουel que, encarnado de una Virgen, dio a conocer el reino del padre ref. la Revelación crist., Procl.CP Or.M.65.804D, en v. pas.
τὸ μέγιστον αὐτῆς (τῆς οὐσίας) μάλιστα γυμνοῦται καὶ διελέγχεται ἀποστερηθὲν τῆς θείας ἑνώσεωςDam.in Prm.400.
2 c. ac. de pers. o abstr. y gen. abstr. privar, despojar de
ἡ ἀλήθεια γυμνοῦσα τῶν καταπληκτικῶν ... προσωπείων τὸν ὄχλον τῶν θεῶνClem.Al.Prot.2.27,
τὴν ψυχὴν αὐτὴν ... παθῶνClem.Al.QDS 12, en v. pas.
γυμνωθεῖσα (ἡ ἀλήθεια) δὲ ἀφορμῆςAntipho Soph.B 14,
γυμνωθέντα γε τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν ποιητῶνPl.R.601b,
οἱ ἀπ' ἀρχῆς ... γεγύμνωνται (τῆς γνώσεως)Ep.Diog.12.3,
γυμνωθέντα σε τῆς πατρῴας ἑστίαςSocr.Sch.HE 2.23,
τοὺς ἀνεπιστήμονας κατασιγᾶσθαι γυμνωμένους προφάσεωνMeth.Symp.3.10,
γυμνωθεὶς τῆς ἐκ θεοῦ ἐλπίδοςEus.VC 1.58,
(ὁ θεός) οὐδαμῶς ... ἐγεγύμνωτο τοῦ πατήρ ... εἶναιMeth.Creat.12,
ἡ Εὔα ... ἐγυμνώθη τῆς θείας σωφροσύνηςNil.M.79.356B,
γυμνωθεὶς ἀπὸ τῶν τῆς ἁρμονίας ἐνεργημάτωνCorp.Herm.1.26.
B intr. en v. med.-pas. desnudarse c. suj. de pers.
αἰδέομαι γὰρ γυμνοῦσθαιOd.6.222,
ἐς θάλαμόν τ' ἰέναι ... ὄφρα με γυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃςir a tu lecho para que, al desnudarme, me hagas débil e inerme, Od.10.341,
ἐγυμνώθησάν τε πρῶτοιlos lacedemonios para las competiciones deportivas, Th.1.6, Plu.Cat.Ma.20,
οὐδὲ γυμνοῦσθαί τε καὶ τὴν ἐσθῆτα ῥίπτεινGal.9.660, cf. A.R.3.1043, LXX Ge.9.21, D.C.45.30.5, Luc.Par.40, Pisc.12, Gr.Naz.M.35.664B
•c. gen. desnudarse, despojarse de
ὁ γυμνώθη ῥακέων πολύμητις ὈδυσσεύςOd.22.1
•c. suj. de cosa desnudarse, descubrirse
γυμνοῦται καὶ ἀναψύχεται τὸ πεδίονtras la inundación del Nilo, Str.17.1.4,
τὴν πρότερον λιμνάζουσαν χώραν ἅπασαν γεγυμνῶσθαιBato Sinop.5, cf. Plu.2.366d,
τῆς δὲ γῆς γυμνουμένης καὶ τῆς πόας ἐπανθούσηςcuando se derriten las nieves, Longus 3.12.1,
γυμνουμένου Ταρτάρουen una pintura de la Teomaquia, Longin.9.6,
οἱ ... μέσοι τέτταρες (ὀδόντες) καλοῦνται ... γελασῖνοι ... ὅτι γυμνοῦνται γελώντωνPoll.2.91, de árboles, Poll.1.231, 236.