γυμνάζω
• Alolema(s): lacon. γυμνάδδομαι Ar.Lys.82
• Morfología: [med. pres. imperat. 3a plu. γυμμνασσέσθωσαν PMasp.20re.16 (VI d.C.)]
I intr.
1 en cont. deportivos hacer ejercicios en el gimnasio, entrenarse
γυμναστὴς γυμνάζωνPl.Lg.720e,
γυμνάζουσα κόρη(Atenea), Orph.H.32.7, c. dat. instrum.
(θηρά) γυμνάζει δὲ καὶ ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοιςX.Cyr.1.2.10
•en v. med. mismo sent.
δοῦλον μὴ γυμνάζεσθαιSol.Lg.74e,
ὄλβιος, ὅστις ἐρῶν γυμνάζεται, οἴκαδε <δ'> ἐλθών ...Thgn.1335, cf. Ar.l.c., Hdt.7.208, Th.1.6, Luc.Asin.5, Ath.517d, Gal.17(2).102, como ejercicio aconsejable en dietas saludables, Hp.Morb.2.13, 55, 72, X.Oec.10.11
•c. dat. instrum.
δρόμῳ γυμνάζεσθαιIG 42.126.8 (Epidauro II d.C.), o giro prep.
γυμνάζεσθαι διὰ τὸ ἀναρρωννύναι τὸ τῆς ἐπιθυμίας χαλαρόνOlymp.in Alc.2.48
•fig. en v. act. ejercitarse en la retórica
τῆς δείλη[ς] ἐ[γ]ύμναζεν ἐπιφωνήσαςPhld.Rh.2.50.
2 en cont. gener., en v. med. ejercitarse c. distintas determ.
Βοιωτοὶ ἐγυμνάζοντο ... περὶ τὰ ὅπλαX.HG 6.5.23,
ἐν τοῖς πολὺ διεστῶσι γυμνάζεσθαιArist.Top.108a13,
γυμμνασσέσθωσαν ... τῷ ἰδίῳ ἐπιτηδεύματιPMasp.l.c.
•de barcos hacer ejercicios, maniobrar
πόρρω ἀπὸ τοῦ λιμένοςX.HG 1.1.16.
3 tema de perf. en v. med. estar ejercitado, ser experto en
ὁ γεγυμνασμένοςel que está ejercitado del orador formado en la práctica, op. εὐφυής ‘el que tiene dotes naturales’, Arist.Rh.1410b8, del cocodrilo
εἶ γεγυμνασμένος(en juego de palabras c. γεγυμνασιαρχέω) estás entrenado por las marcas de la piel interpretadas como señales de golpes, Aesop.20.2
•c. inf.
γ]εγυμ[ν]ασμένοις ῥητορεύεινEpicur.Fr.[20.4] 5.11, c. giro prep.
γεγυμνάσθαι πρὸς τὸ διειδέναι τὰ Κρητῶν νόμιμαser experto en interpretar las leyes de los cretenses Pl.Lg.626b,
ἐν ἐκείνοις γεγυμνασμένουςPl.Lg.635c,
ἐν τοῖς ῥητορικοῖςD.L.2.63,
ἐν λόγοιςPlu.2.93a,
δύναμιν ... γεγυμνασμένην διαφερόντως ἐκ τῆς συνεχείας τῶν ... ἀγώνωνtropa muy bien entrenada por la costumbre de los combates Plb.3.35.8
•c. ac. de rel.
τὰ πρὸς τὰς πολεμικὰς πράξεις μάλισθ' οὗτοι γεγυμνασμένοιArist.Pol.1319a22, c. gen.
θαλάσσης ... γεγυμνασμένοιPhilostr.Her.25.5, cf. 31.13, 41.2,
καρδίαν γεγυμνασμένην πλεονεξίας2Ep.Petr.2.14
•fig. de cosas
(τὸ ὕδωρ) τὸ δ' ὑπὸ τῶν συνεχῶν πληγῶν γεγυμνασμένον καὶ κεκαθαρμένον(el agua) trasegada y purificada por los constantes aireos I.AI 3.8.
4 en v. med.-pas. desvestirse para luchar
πολλῶν δὲ γυμνασθέντων καὶ γυμνῶς (l. quizá γυμνῷ) τῷ σώματι ἕκαστος ἐπῆλθεν τῷ ἑκατέρῳPSI 71.7 (VI d.C.), cf. Hsch.ε 314.
II tr. c. ac. de pers., partes de la misma o anim.
1 ejercitar, entrenar
ἵππουςE.Hipp.112,
ἑαυτόν τε καὶ τοὺς ἵππουςX.An.1.2.7,
οὕτω προσήκει τὸ σῶμα γυμνάζειν ὡς ... τὴν ψυχήνIsoc.2.11,
τὰ τράχηλαCall.Fr.191.86,
τά τε θηρία καὶ τὰς δυνάμειςPlb.1.38.4,
τὴν μνήμηνIambl.VP 166, cf. AP 5.203 (Asclep.), A.D.Synt.177.8, Olymp.in Grg.21.3
•en sent. erót.
τὴν σεαυτοῦ γυμνάσεις δάμαρταEup.171
•en v. pas.
τὰ δὲ γεγυμνασμένα τῶν σωμάτωνlas partes del cuerpo ejercitadas Hp.Vict.2.66,
τινὲς (oradores) ... δι' εὐτυχίαν πραγμάτων γυμνασθέντεςD.61.43,
τὴν θάλασσαν ὑπὸ τῶν ἀμπώτεων καὶ τῶν ἀνέμων γυμναζομένηνVett.Val.330.21
•ejercitar en c. ac. de pers. y giro prep.
τοὺς συνόντας ... περὶ τὴν ἐμπειρίανIsoc.10.5,
σεαυτὸν πρὸς εὐσέβειαν1Ep.Ti.4.7
•pero tb. preparar a alguien contra
ὁ πρὸς τὰς τοιαύτας φαντασίας γυμνάζων ἑαυτόνArr.Epict.2.18.27
•c. ac. e inf. acostumbrar
γυμνάζειν ... τοὺς παῖδας ... τοῦτο δύνασθαι ποιεῖνX.Cyr.1.6.32, cf. D.S.3.25,
μηδὲ γυμνάσῃς ὁρᾶν ἄνδρας θανόνταςAmph.Seleuc.147.
2 fig. foguear, acosar, atormentar
ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς σ' ἐγύμνασεν;¿el amor por esta tierra patria tuya te atormentó? A.A.540,
ἅδην με πολύπλανοι πλάναι γεγυμνάκασινA.Pr.586,
κρυμὸς αὐτῆς (πημονῆς) πλευρὰ γυμνάζει χολῆςE.Fr.682,
ἠλέησεν αὐτὸν Ἀφροδίτη ... γυμνάσασα διὰ γῆς καὶ θαλάσσηςCharito 8.1.3
•perf. en v. med. estar atormentado, sufrir
γεγύμνασμαι μὲν ἑταίρης πείθων τὰς ἐχθρὰς οὐδὲν ἔχοντι θύραςAP 12.90.
III tr. c. ac. de abstr. o cosa
1 en v. med. practicar
τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους ... γυμνάζεταιpractica largas carreras (Io por el acoso de Hera), A.Pr.592,
τὴν τέχνηνPl.Grg.514e,
τὰ περὶ τὰς διαίταςStr.14.2.19,
γυμνασάμενος γυμνάσιον τὸ εἰωθόςAel.VH 5.6,
τὰ πολεμικάPhilostr.Her.14.16,
τὴν θήραν ταύτηνPhilostr.VA 3.9.
2 en v. act. en lit. tard. y crist., fig. discutir, tratar
ἐὰν ποιήσῃς τὸ βιβλίδιον ἐκεῖνο ὡς ἐγύμνασα αὐτόPFlor.338.4 (III d.C.),
τὸ πρόβλημαEus.HE 7.7.5
•en v. pas.
τοῦτο μὴ ἀμελήσῃς ἀλλὰ ποίησον γυμνασθῆναιSB 10567.53 (III d.C.),
τῆς ὑποθέσεως γυμνασθείσης ὑπὸ πολλῶνSB 5941.12 (VI d.C.)
•examinar, observar
τὰ κατὰ τὸν τόπονOrigenes Io.32.24
•explicar
γύμνασον καὶ τὸν ἄλλον λόγονOrigenes Hom.1.7 in Ier.
•en v. pas.
πλεῖστα ἡμῖν γεγύμνασταιEus.DE 2.3.105, cf. Cod.Iust.7.62.36.