< γυμνότης
Γυμνοχαίρων >
γυμνοφανής
,
-ές
que aparece desnudo
πόρναι
Lyd.
Mag
.3.65, fig.
ὁ θεὸς ... ᾧ πᾶσα γ. βλέπεται καρδία
Const.App
.7.33.2.