γυιαλκής, -ές
1 de fuertes miembros, vigoroso
σώ]ματαB.9.38,
ἥβηOpp.H.5.465.
2 que exige fuertes miembros
μουνοπάλαB.12.8,
παλαισμοσύνηOpp.H.2.277, cf. Nonn.D.10.383.
σώ]ματαB.9.38,
ἥβηOpp.H.5.465.
μουνοπάλαB.12.8,
παλαισμοσύνηOpp.H.2.277, cf. Nonn.D.10.383.