γρῡνός, -οῦ, ὁ
• Grafía: graf. γρουνός EM 241.55G.


tea, tizón γρυνοὶ μὲν δαίοντο, μέγας δ' Ἥφαιστος ἀνέστη Hom.Fr.27, cf. Lyc.86, 294, 1362, Tz.AH 41, EM l.c.
ramaje seco Hdn.Gr.2.938.