< γρηγορόφθαλμος
γρήιος >
γρήγορσις
,
-εως, ἡ
vigilia
op. ὕπνος
Aët.9.26 (p. 327), c. gen. subjet.
τῶν ἀδικουμένων
Cyr.Al.M.68.936A.