< Γρηγόριος
γρηγορότης >
γρήγορος
,
-η, -ον
despierto
,
vigilante
ἀλφηστῆρες
Orac.Sib
.1.98
•
subst. τὸ γ.
vigilia
Serap.
Man
.54 (p.78).