< γρυτοπώλης
Γρύττος >
γρυτόπωλ(ις)
uel
γρυτοπώλ(ισσα)
• Grafía:
graf. κρυτοπολ-
chamarilera
Ἰσιδώρα γ.
PYoutie
96.2 (II d.C.).