γρυπότης, -ητος, ἡ
carácter aquilino de la nariz,
op. σιμότηςX.Cyr.8.4.21, Arist.Rh.1360a27, Plu.2.633b, Gal.1.637, Plot.5.9.12,
γ. μυκτῆροςPlu.Ant.4
•curvatura
χείλουςPlu.2.994f
•curvamiento
τῶν ὀνύχωνPlu.2.641d,
γινομένης κατὰ τοὺς σεισμοὺς γρυπότητός τινος περὶ τὴν γῆνDionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον.