< Γρίσων
γριφάνη >
γριτή
,
-ῆς, ἡ
sent. dud., quizá
pan moreno
o
gachas
(cf. γρούτη) Basil.
Ep
.350, Lib.
Ep.Basil
.15.1 (cód.), pero v. γρύτη.