γραώδης, -ες
• Alolema(s): γραιώ- Sor.67.16


1 propio de viejas ἀδολεσχία Chrysipp.Stoic.2.255, μυθολογία Str.1.2.3, μύθοι 1Ep.Ti.4.7, μυθάριον Cleom.2.1.459, Olymp.in Grg.33.3, cf. Gal.5.315, Iambl.VP 105, Olymp.Iob 42 (p.394), Hld.4.5.3, γραώδη τινὰ καὶ χαμαίζηλον ἀπαγγελίαν Lyd.Mag.3.68
συγκρίματα ref. a los pechos de mujeres viejas, Sor.l.c.

2 adv. -ῶς como viejas γ. νοεῖν Origenes Io.10.42.