γραϊκός, -ή, -όν


propio de una vieja ψιθυρισμοὶ γραϊκοί cuchicheos de viejas Clem.Al.Paed.3.4.28, μυθολογῶν ὕθλῳ γραϊκῷ Clem.Al.Prot.6.67.