< γράσων
Γρατιανός >
γρασωνία
,
-ας, ἡ
olor a macho cabrío
πρὸς τὰς τοῦ παντὸς σώματος δυσωδίας καὶ τὰς καλουμένας γρασωνίας
Archig. en Aët.8.7.