< Γραὸς στῆθος
γραοσυλλέκτρια >
γραοσόβης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
γραιο-
Sud., Zonar.
1
amante
,
perseguidor de viejas
γραοσόβαι μιαροί
Ar.
Pax
812, cf. Sch.
ad loc
., Sud., Zonar.
2
espanta-viejas
Sud.l.c.