γραμμάριον, -ου, τό
gramito, gramo pequeña unidad de peso
γραμμάρια ἓξ στίμμεως πεπλυμένουen la preparación de un colirio, Aët.7.116, cf. Gal.14.462, Hippiatr.Lond.83, cf. γράμμα IV.
γραμμάρια ἓξ στίμμεως πεπλυμένουen la preparación de un colirio, Aët.7.116, cf. Gal.14.462, Hippiatr.Lond.83, cf. γράμμα IV.