< γραμματοκομιστής
γραμματοκύφων >
γραμματόκυφος
,
-ου, ὁ
esclavo de la letra
(de la ley)
ἀπολυθῶ τοῦ γραμματοκύφου ζυγοῦ
Meth.
Sym. et Ann
.M.18.368C.