< γραμματηφόρος
γραμματίδιον >
γραμματίας
,
-ου, ὁ
miner., un tipo de
calcedonia
con vetas formando líneas, Plin.
HN
37.118 (cód.), cf.
γραμματίας· περιεσπασμένους
Hsch.,
γραμματίαι· γραμματευτά
Hsch.