γραμματιστικός, -ή, -όν


relativo a la enseñanza de los fundamentos gramaticales subst. ἡ γ. gramática como conocimiento elemental de las letras (γραμματική) ἣν παρατρέποντές τινες γραμματιστικὴν καλοῦσιν Chrysipp.Stoic.2.31, ἡ τῶν ... γραμμάτων εἴδησις, ... ἣν συνήθως γραμματιστικὴν καλοῦμεν S.E.M.1.44, objeto de enseñanza εἴτε οὖν μουσικήν τις εἴτε γραμματιστικὴν ... ἀποδιδοῖτο Them.Or.23.297d, tb. τὰ γραμματιστικά Them.Or.21.251a.