< γράβδην
γράβιον >
γραβδίς
,
-ίδος, ἡ
• Grafía:
γράβδις Sch.D.T.197.13
antorcha
γ.· ἡ διεσχισμένη λαμπάς
Sch.D.T.l.c., cf.
EM
239.28G.