< γοῦρνα
Γουρουλίς >
γοῦρος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
γουρός
Phot.
γ
190
especie de
pastel
o
torta
οἱ δὲ συμμεμειγμένους γούρους φακοῖσι (τρώγουσιν)
Sol.26.3, cf. Phot.l.c.