γοάω
• Morfología: [pres. c. diéct. γοόωσι Q.S.2.648, dór. γοάοντι Mosch.3.24, inf. γοήμεναι Il.14.502, chipr. γοᾶναι Hsch.γ 770, part. γοόωσα Il.6.373; impf. 3a plu. γόον Il.6.500, γόων Od.10.567, iter. γοάασκεν Od.8.92, γόασκε h.Ven.209, 216]


1 c. ac. de pers. llorar, hacer el lamento fúnebre en el duelo ritual debido a los muertos (cf. γόος): κ' αὐτὸν ἐνὶ μεγάροις γοάοιμεν Il.24.664, cf. 14.502, Od.24.190, IG 12(7).445.12 (Amorgos III d.C.), αἱ μὲν ἔτι ζωὸν γόον Ἕκτορα Il.6.500, Ἄκρα μὲν γοάει σε Mosch.3.87, νέκυν οὐ σέο ... γοήσειν ἤλπισα AP 7.638 (Crin.), cf. 5.237 (Agath.), en v. pas. μακρὰ γοηθείς Ἴναχος AP 7.371 (Crin.), v. med. mismo sent. οὐδέ σε μήτηρ ... γοήσεται Il.21.124, c. rég. prep. ἀμφί νιν γοώμενος S.Tr.937
abs. iniciar el canto fúnebre, plañir γοᾶσθ' ἁβροβάται A.Pers.1073.

2 c. ac. de pers. o cosa llorar por sin ref. al duelo fúnebre ἡμέας ... γοάουσι A.R.3.995, ἐμὰ λέκτρα Nonn.D.2.137, iter. τὸν δὴ ἔπειτα γόασκε διαμπερές h.Ven.209, cf. 216
en v. med. γοᾶτο δ' εὐνάς S.OT 1249, γοᾶσθέ μ', ὦ γυναῖκες Ar.Th.1036, cf. E.Tr.289, c. rég. prep. ὑπὲρ τέκνου γοάασθαι ... δυσπαθέοντος Mosch.4.83
abs. llorar, sollozar, gemir ἥ γε ξὺν παιδὶ ... ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε Il.6.373, ἑζόμενοι δὲ ... γόων τίλλοντό τε χαίτας Od.10.567, cf. Thgn.264, Mosch.3.24, Q.S.l.c.
en uso metáf. τίς λίθος οὐκ ἐγόησεν, ὅτ' ἐξήρπαξεν ἐκείνην ... Ἀίδης; AP 7.599 (Iul.Aegypt.)
iter. sollozar repetidamente ἂψ Ὀδυσσεὺς ... γοάασκεν Od.8.92
c. ac. de abstr. lamentar, gemir por ψυχὴ ... ὃν πότμον γοόωσα Il.16.857, γοάει τε καὶ ἣν ὀλοφύρεται ἄτην Opp.H.3.407, c. ac. int. ἐγόησαν ἴσον γόον AP 7.611 (Eutolm.), πολλὰ γοωμένη X.Cyr.4.6.9, c. ac. compl. dir. e int. πανδάκρυτ' ὀδύρματα τὴν Ἡράκλειον ἔξοδον γοωμένην S.Tr.51, en v. pas. γοᾶται δὲ δὴ τόδ' ἓν (κακόν) κατάπτυστον A.Ch.632
en v. med. mismo sent. πύργων δυστυχεῖς κατασκαφὰς ... γοωμένη Lyc.972.
• Etimología: V. γόος.