< Γοργονιάς
Γοργόνιον >
γοργόνιον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
-ος
Cyran
.1.7.4
bot., otro n. del
Eryngium campestre
o
cardo corredor
Ps.Dsc.3.21,
Cyran
.l.c.