γονῠπετής, -ές
1 postrado de hinojos
σῶμαTim.15.176,
ἕδραι γονυπετεῖςposturas arrodilladas E.Ph.293,
ἱκέτηςSynes.Ep.41 (p.58), como pred.
ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο αὐτοῦApp.Ill.9,
ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότηταreciben postrados de hinojos el cargo de prefecto Lyd.Mag.2.9.
2 adv. -ῶς de hinojos
προτρέποντοςLyd.Mag.2.17.