< γονυπλήξ
γονώνη >
γονώδης
,
-ες
semejante a esperma
subst. neutr. plu.
(κοιλίη) διαδιδοῦσα σμικρὰ γονώδεα, μυξώδεα
en las heces
, Hp.
Coac
.446.