< γόνῠ
†γόνυγρον· >
γονυαλγής
,
-ές
que sufre de las rodillas
ὀροβοφαγέοντες γονυαλγεῖς
Hp.
Epid
.6.4.11, cf. Gal.17(2).605, Pall.
in Hp
.116.