γομόω
1 cargar
τὸν ὄνονBabr.111.9,
τὰ τρ[ία κα]μήλιαPFlor.167.ue.6 (III d.C.),
τὰ πλοῖαPKöln 199.7 (IV d.C.), c. ac. del cargamento
ἀπόστειλον αὐτὰ (τὰ καμήλια) ... ὅπως γομώσῃ τὰ ξύλαPFlor.129.5 (III d.C.)
•en v. pas.
γομωθέντα τὰ πλοῖαPBeatty Panop.2.111 (IV d.C.), cf. POxy.938.6 (III/IV d.C.), PHamb.229.4 (VI d.C.)
•c. gen. estar cargado de
ἅμαξα ξύλων γεγομωμένηDP 14.8,
τὸ πετεινὸν ... γεγομωμένον τῶν ἀρωμάτωνPhys.A 26.3, cf. 45.3
•fig. de pers. que han bebido
τί γὰρ ἀπλήστως ἐγόμωσας;Hierocl.Facet.119.
2 llenar en v. pas.
γομοῦνται ὑμῶν οἱ δύο μεγάλοι λάκκοιCyr.S.V.Euthym.44
•fig. c. dos ac.
γομώσας τὸν ἀέρα λόγουςDial.Tim.et Aquil.79ue.