γομφιάζω
tener dentera o rechinar los dientes
οἱ ὄδοντες τῶν τέκνων ἐγομφίασανLXX Ez.18.2, c. ac. de rel.
γομφιάσεις τοὺς ὀδόντας σουLXX Si.30.10.
οἱ ὄδοντες τῶν τέκνων ἐγομφίασανLXX Ez.18.2, c. ac. de rel.
γομφιάσεις τοὺς ὀδόντας σουLXX Si.30.10.