< γοητής
γοητίς >
γοητικός
,
-ή, -όν
1
embrujador
,
que hace hechizos
ἡ γ. μαγεία
Arist.
Fr
.36.
2
engañoso
λόγοι
Aq.
Pr
.26.22, cf. Hsch.