γοητεύω
1 embrujar, hechizar
(τοὺς βελτίστους) κατεπᾴδοντές τε καὶ γοητεύοντεςPl.Grg.483e,
καὶ νῦν ... γοητεύεις με καὶ φαρμάττειςPl.Men.80a,
τοὺς νέους ... τοῖς λόγοις γοητεύεινPl.Sph.234c,
γοητεύειν ... αὐτήν (τὴν σελήνην)Plu.2.417a,
χάριτι καὶ λαμπρότητι τῆς ὄψεως γοητεύωνPlu.2.764e, en v. pas.
μήτε γοητευόμενοι μήτε βιαζόμενοιPl.R.412e, cf. 413b, D.19.102, Plu.2.961e, Ael.NA 12.42, Hld.8.7.2
•fascinar, encantar
ὅταν γοητεύῃ ὄφις ἀνθρώπους, σύνεσιν ὁ γοητευόμενος ἔχειPlot.4.4.40, cf. Luc.Salt.63
•abs. hacer magia, actuar como brujo
τῷ Ἐμπεδοκλεῖ γοητεύοντιD.L.8.59, cf. Hom.Clem.3.15.1.
2 fig. engañar con palabrería, embaucar
ψευδόμενος τὰ πολλὰ καὶ γοητεύων τοῖν δυοῖν ὀβολοῖν ἕνεκαLuc.Deor.Con.12, cf. Hld.2.11.3, Hsch.