γογγύζω


1 gener. c. suj. colect. murmurar contra, reprobar c. rég. prep. καὶ ἐγόγγυζεν ἐκεῖ ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν LXX Ex.17.3, ἐπ' ἐμοί LXX Nu.14.29, cf. 17.6, κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου Eu.Matt.20.11, πρὸς τοὺς μαθητάς Eu.Luc.5.30, περὶ αὐτοῦ Eu.Io.6.41, c. ac. int. πονηρὰ ἔναντι κυρίου LXX Nu.11.1, τὴν γόγγυσιν ... ἣν ἐγόγγυσαν περὶ ὑμῶν LXX Nu.14.27, cf. Eu.Io.7.32
abs. murmurar, rezongar τὸ πλήρωμα γογγύζει φάμενοι (sic) ἀδικεῖσθαι PPetr.3.43.3.20 (III a.C.), μετ' ἀλλήλων Eu.Io.6.43, cf. 1Ep.Cor.10.10, Arr.Epict.1.29.55, A.Al.11B.3, tb. c. suj. individual, M.Ant.2.3, Dor.Ab.V.Dosith.7.19, jón. por τονθορύζω Phryn.335
c. dat. censurar οἰκέτῃ σοφῷ ... οὐ γογγύσει LXX Si.10.25.

2 de las palomas arrullar Poll.5.89.
• Etimología: Origen onomat.