γογγυστικός, -ή, -όν


1 proclive a la murmuración γογγυστικῆς ὄντες φύσεως Gr.Naz.M.36.385B.

2 adv. -ῶς con murmuración φθέγγεσθαι Erot.83.20, cf. EM 771.11G.