< γογγύλλω
γογγυλόρυγχος >
γογγυλοειδής
,
-ές
1
redondeado
Sch.Nic.
Th
.855.
2
adv. -ῶς
dando forma redondeada
ἐπιτέμνειν γ.
Dsc.5.18.