< γνώσκω
γνωστεία >
γνῶσμα
,
-ματος, τό
objeto de conocimiento
ἡ γνῶσις κατὰ τὸ γνῶσμα (ὑφίσταται) ... τὸ δὲ γνῶσμά ἐστιν αὐτὸ τὸ γνωστόν
Dam.
Pr
.81.