< γνάμπτω
*Γνάπτος >
γνάμψις
,
-εως, ἡ
acción de doblar
,
curvar
γνάθοι ... παρὰ τὴν γνάμψιν καὶ κάμψιν τῶν ὀστῶν
An.Ox
.3.76,
EM
235.55G., Orio p.40.