< γνωτοφόνος
*γu̯όϜyα >
γνωτοφόντις
,
ἡ
• Morfología:
[ac. sg. -ιν]
asesina de su hermano
τὴν γνωτοφόντιν καὶ τέκνων ἀλάστορα
epít. de Medea
, Lyc.1318.