γνωριστικός, -ή, -όν
I
ψυχῆς ... δύναμιςPl.Def.414c, del alma,
unido a κινητικόνArist.de An.404b28,
ἡ τῆς γνωριστικῆς γραμμῆς τομήtít. de una obra atribuida a Arquitas, Iambl.Comm.Math.2
•c. gen.
τέχνη γ. τοῦ εἴδουςArist.Ph.194b4, c. περί y gen.
ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ.Arist.Metaph.1004b26
•capaz de conocer, conocedor, entendido de pers. abs., Plu.2.79c
•c. gen.
ὁ μαντικὸς καὶ γ. τοῦ μέλλοντοςMax.Tyr.1.5
•de abstr. cognoscitivo
εἴ τι καὶ ἐστι γνωριστικὸν τῆς ἀληθείαςArr.Epict.2.20.21,
ἵνα τὰς ἀναπλαστικάς ... ἐξορίσωμεν ... ἐπινοίας, αἳ παρασκιάζουσι τὰς γνωριστικὰς ἰδιότητας τοῦ ὄντοςPorph.Sent.38.
2 neutr. subst. τὸ γ. facultad de distinguir
αἰνίττεται ... διὰ δὲ τοῦ καλῶν καὶ πονηρῶν γνωριστικοῦ φρόνησιν τὴν μέσηνPh.l.37, cf. Iust.Phil.2Apol.14.2, Iambl.Comm.Math.8.
II
ὄνομα γ. τοῦ τῆς σῆς θεότητος μύρουGr.Nyss.Hom.in Cant.37.4.
2 característico, distintivo
γνωριστικάς τινας ἰδιότητας ἐπιθεωρουμένας ... δέχοιτό τις εἶναι τὸ γεννητὸν καὶ τὸ ἀγέννητονBasil.Eunom.M.29.637B.
III adv. -ῶς con capacidad cognoscitiva
ζῆνPorph.Gaur.16.3.