< γνωμηδόν
γνωμῐδιώκτης >
γνωμίδιον
,
-ου, τό
máxima
c. matiz despect. o irón.
γνωμιδίῳ γνώμην νύξασα
Ar.
Nu
.321, cf.
Eq
.100, Luc.
Par
.42, Alciphr.2.19.2.