< γνωμοτύπος
γνώμων >
γνωμοφθόρος
,
-ον
que corrompe la mente
subst.
οἱ γνωμοφθόροι καὶ φρεναπάται
de los herejes
, Pall.
V.Chrys
.9 (p.56.23).