< Γνής
γνήσιμος >
γνησιάζω
tratar con familiaridad
c. dat.
περὶ τοῦ μὴ γνησιάζειν παντὶ ἀνθρώπῳ, ἀλλὰ εὐσεβέσι καὶ δικαίοις
Ath.Al.M.28.380B.