< γνήσιμος
γνήσιος >
γνησιοδίδακτος
,
-ον
bien enseñado
,
bien conocido
προσκυνήσωμεν τὸν ἅγιον βλαστόν, καὶ γνησιοδίδακτον ... σταυρόν
Chrys.M.62.751.