< γνάφαλλος·
γνάφαλος >
γναφαλλοϋφάντης
,
-ου, ὁ
tejedor de borra
<Ἑ>ρμαῖος ... [γ]ναφαλλοϋφάντης
IG
2
2
.7967 (IV a.C.).