γλῠφίς, -ίδος, ἡ
• Morfología: [plu. dat. γλυφίδεσσι SEG 21.768.1 (Atenas IV/V d.C.)]
I
ἕλκε δ' ὁμοῦ γλυφίδας τε λαβώνIl.4.122,
ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τεOd.21.419,
τοξεύματος παρὰ τὰς γλυφίδας περιειλίξαντεςHdt.8.128, cf. Aen.Tact.31.26,
γλυφίδας μέσσῃ ἐνικάτθετο νευρῇA.R.3.282,
δάκτυλα μαρμαίροντα περὶ γλυφίδεσσι δοκεύωνNonn.D.15.332, cf. Them.Or.18.217b
•tb. aplicado a muescas en la punta de la flecha Paul.Aeg.6.88.4
•de ahí por meton. flecha
πτερωτὰς γλυφίδας ἐξορμωμέναςE.Or.274
•tb. sg.
λοιπὴν μηκέτ' ἀφεὶς γλυφίδαAP 5.58 (Arch.).
2 estrella situada en el extremo de la flecha que forma la constelación de Sagitario, op. ἀκίς ‘la situada en la punta’
καὶ πρῶτοι μὲν <ἀστέρες> ἀνατέλλουσιν οἱ ἐν τῇ γλυφίδι, ἔσχατος δὲ ὁ ἐν τῇ ἀκίδιHipparch.2.5.12.
3 arq. capitel
χαλκέῃσιν ἐπὶ γλυφίδεσσιν ἀρήρειA.R.3.218, cf. Sch.ad loc., EM 235.7, 13G.
4 gruta, concavidad Hsch.
II n. de instrumentos cortantes
1 cortaplumas
δονάκων ἀκροβελῶν γλυφίδαAP 6.62 (Phil.),
καὶ γλυφίδας καλάμων ἄκρα μελαινομένωνAP 6.64 (Paul.Sil.).
2 cincel
οὔτε γλυφίδος ἔργῳ προσηγλάιστοI.BI 5.191,
γλυφίδι γλάψαςIMEG 105.2 (II d.C.), cf. SEG l.c.,
λέγεται γλυφὶς καὶ τὸ γλύφον ἐργαλεῖονEM 235.15G.
3 meton. tajada
θύννου ... †γλυφις†Philox.Leuc.(b) 21.
• Etimología: V. γλύφω.