< γλῠφή
γλύφιον >
γλῠφικός
,
-ή, -όν
de la escultura
ἡ γ. πλαστική (
sc
. τέχνη)
arte plástica
Philostr.
Im
.1.2, cf.
Epigr.Gr
.841.4 (Tracia), Eustr.
in EN
19.24.