< γλυκυκαρπέω
γλῠκύκρεος >
γλῠκύκαρπος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῠ-]
que da frutos dulces
ἄμπελος
Theoc.11.46
•
subst. τὸ γ.
la dulzura del fruto
de la palmera
, Corn.
ND
14.