γλῠκύδωρος, -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 que ofrece dulces presentes
ΚλειώB.3.3,
ΝίκαB.11.1,
ἜρωςAP 5.22 (Rufin.).
2 consistente en un dulce regalo
Μοισᾶν ... ἄγαλμαB.5.4,
νίκης ... κράτοςOpp.H.4.105.
ΚλειώB.3.3,
ΝίκαB.11.1,
ἜρωςAP 5.22 (Rufin.).
Μοισᾶν ... ἄγαλμαB.5.4,
νίκης ... κράτοςOpp.H.4.105.