γλῠκερός, -ά, -όν
• Alolema(s): jón. fem. -ή Il.13.637
dulce
συκέαι τε γλυκεραίOd.7.116,
μέλιOd.20.69, cf. Hp.Steril.242, Arist.PA 677a23,
ὕδωρLXX Pr.9.17, cf. Manes 127.7,
βρώματαRom.Mel.55.εʹ.1
•fig.
φάοςOd.17.41, Lyr.Adesp.76,
ὕπνοςIl.10.4,
νόστοςOd.22.323, Pi.P.4.32,
μολπήIl.l.c.,
μέλοςSapph.71.5,
αὐδήh.Hom.25.5, cf. 7.59,
οὔ τι ... ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαιOd.9.28, cf. Them.Or.21.262c,
θάλοςdicho de Perséfone h.Cer.66,
τέκνων ... βλάστημαE.Med.1099,
βίοτοςAnacr.36.5,
αἰώνGVI l.c.,
ἆταιSynes.Hymn.1.652, de pers., de Mírrina, Ar.Lys.971,
ΣιδώνιοςCom.Adesp.1317,
ὠφέλιμον δὲ φίλοις, μὴ γλυκερόνCrates Theb.SHell.359.5, de la Virgen, Rom.Mel.36.ιγʹ.4.