γλῠκερός, -ά, -όν
• Alolema(s): jón. fem. -ή Il.13.637
• Grafía: graf. κλυκερή GVI 648 (Ostia II d.C.), γλυκηρ- Rom.Mel.36.ιγʹ.4, 55.εʹ.1


dulce συκέαι τε γλυκεραί Od.7.116, μέλι Od.20.69, cf. Hp.Steril.242, Arist.PA 677a23, ὕδωρ LXX Pr.9.17, cf. Manes 127.7, βρώματα Rom.Mel.55.εʹ.1
fig. φάος Od.17.41, Lyr.Adesp.76, ὕπνος Il.10.4, νόστος Od.22.323, Pi.P.4.32, μολπή Il.l.c., μέλος Sapph.71.5, αὐδή h.Hom.25.5, cf. 7.59, οὔ τι ... ἧς γαίης δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι Od.9.28, cf. Them.Or.21.262c, θάλος dicho de Perséfone h.Cer.66, τέκνων ... βλάστημα E.Med.1099, βίοτος Anacr.36.5, αἰών GVI l.c., ἆται Synes.Hymn.1.652, de pers., de Mírrina, Ar.Lys.971, Σιδώνιος Com.Adesp.1317, ὠφέλιμον δὲ φίλοις, μὴ γλυκερόν Crates Theb.SHell.359.5, de la Virgen, Rom.Mel.36.ιγʹ.4.