γλῠκαίνω
• Morfología: [fut. 3a sg. γλυκανεῖ LXX Si.12.16, pas. γλυκανθήσεται LXX Si.49.1; aor. inf. γλυκῆναι D.L.8.70, pas. ind. 3a sg. ἐγλυκάνθη Mosch.3.110, subj. 3a sg. γλυκανθῇ Hp.Morb.3.17; perf. part. γεγλυκασμένος Ath.384d]
I
ὁ ἥλιος ... θερμαίνων γλυκαίνει (τὸν καρπόν)Hp.Nat.Puer.26,
σεύτλου χυλὸν μετὰ μέλιτος γλυκάναςGal.14.545, en v. pas.
ὑπὸ τοῦ ἡλίου ... αἱ σταφυλαίX.Oec.19.19, cf. Hp.Aër.8, Arist.Ph.244b7,
ἐγλυκάνθη τὸ ὕδωρLXX Ex.15.25,
ζωμὸς γεγλυκασμένοςAth.384d.
2 intr., en v. med.-pas. y aor. en -ην volverse dulce, hacerse de sabor dulce
ἕως ἂν ... γλυκανθῇun compuesto médico, Hp.Morb.l.c.,
φάρμακον ... χείλεσσι ποτέδραμε κοὐκ ἐγλυκάνθη;Mosch.l.c.,
(φησίν) καταμίξαντα γλυκῆναι τὰ ῥεύματαD.L.l.c.
•c. suj. de pers. notar un sabor dulce
γλυκανθέντες πολλάκις τὸν κεκινηκότα χυμὸν ἀγνοοῦμενPh.1.121.
II fig.
1 en rel. c. sonidos y el oído dulcificar, suavizar
(τὴν μελοποιΐαν)Aristox.Harm.30.5,
φωναὶ γλυκαίνουσαί τε τὴν ἀκοήνD.H.Comp.15.12, en v. pas.
ἐγλυκάνθη μέλοςLXX Si.50.18,
ὀνόματα, ὑφ' ὧν γλυκαίνεται (ἡ ἀκοή)D.H.Comp.12.1.
2 intr. producir una sensación de dulzura, resultar agradable
ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ γλυκανεῖ ὁ ἐχθρόςLXX Si.12.16
•pero sentir un gusto a dulce, tener una sensación agradable
γλυκανεῖ τὸ στόμα αὐτοῦLXX Si.27.23
•en v. med.-pas., ref. a las pasiones dulcificarse, suavizarse
γλυκαίνεσθαι γὰρ λέγουσι καὶ πικραίνεσθαιPlu.2.1120e.